ущипнуть - ορισμός. Τι είναι το ущипнуть
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ущипнуть - ορισμός


ущипнуть      
сов. перех.
1) Однокр. к глаг.: ущипывать.
2) см. также ущипывать.
УЩИПНУТЬ      
ущипнуть      
УЩИПН'УТЬ, ущипну, ущипнёшь, ·совер.
1. (·несовер. ущипывать) что и чего. Отделить щипком, щипнув, оторвать (·прост. ). Ущипнуть пирога. Ущипнуть кусочек хлеба.
2. кого-что. Щипнуть; сжав щипком, сразу же затем отпустить. "Володя ущипнул меня очень больно за ногу." Л.Толстой.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ущипнуть
1. Россию стараются побольнее ущипнуть, спровоцировать.
2. Он добавил: "Когда возникают подобные идеи, пытаются ущипнуть настоящее.
3. Входишь на территорию - и хочется себя ущипнуть: не сон ли?
4. Да и наши вчерашние друзья любят нас ущипнуть накануне ' Мая.
5. Не надо пытаться ущипнуть себя, чтобы проснуться, - все происходит наяву.
Τι είναι ущипнуть - ορισμός